- χωρομέτρηση
- arpentage
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
χωρομέτρηση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χωρομετρώ, η καταμέτρηση γεωργικών εκτάσεων με την χρήση κατάλληλων οργάνων και την εφαρμογή συγκεκριμένων μεθόδων 2. χωρομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωρομετρώ. Η λ., στον λόγιο τ. χωρομέτρησις, μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
χωρομέτρηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χωρομετρώ, η καταμέτρηση του εδάφους με κατάλληλα όργανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωρομετρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χωρομέτρηση ή στο χωρομέτρη: Η χωρομέτρηση γίνεται με χωρομετρικά όργανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)